Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

To μυρμήγκι





«Τί έκανες παιδάκι μου,κατάπιες το σαμπουάν;».Η νεαρή γυναίκα με το λιγδιασμένο κότσο και την αντρική κλασική φόρμα με την άσπρη ρίγα στο πλάι, όρμησε και σχεδόν ξέσκισε την ημιδιφανή κουρτίνα του μπάνιου παρακινούμενη απ'τα πνιχτά ρεψίματα που ηχούσαν δυσοίωνα από πίσω της, εδώ και λίγα λεπτά. Ο μικρός πρίγκηψ της οικογένειας στεκόταν ολόγυμνος μέσα στη σμαλτένια κούρμπα με καλυμμένα τα επίμαχα από μια παχουλή σβουνιά αφρού και το βλέμμα θολό απ'τα δάκρυα.«Είσαι με τα καλά σου;» στρίγλισε εν εξάλλω η γυναίκα και του άρπαξε το μπουκάλι απ΄τα χέρια.Ερευνώντας,έπειτα, τη στάθμη διαπίστωσε με τρόμο πως ήταν κατεβασμένη κάτω απ΄τη μέση.Εκσφενδονίζοντας μακριά το προϊόν,έχωσε τις παλάμες της μέσα στα γλιστερά μπράτσα του παιδιού και άρχισε να το ταρακουνάει πέρα δώθε μέχρι που εισέπραξε μια τολύπη αφρώδους εμετού ίσια στο μάγουλό της. «Θεέ μου, τσίριξε», πόσο ήπιες; Το μικρό λες και δεν την έβλεπε κοίταξε ίσια στα πλακάκια του μπάνιου και μουρμούρισε με φωνή που ίσα που ακούστηκε «Έπρεπε να το κάνω.Με ανάγκασε!». Η γυναίκα ανακτώντας προς στιγμήν το νεύρο της, έκλεισε σαν μέγγενη τα παιδικά μάγουλα με τα κατακόκκινα νύχια της και έκρωξε «Ποιός παιδί μου; Ποιός σε ανάγκασε;». «Το μυρμήγκι» ψέλλισε το παιδί χωρίς δισταγμό, αφήνοντάς την να πλέει σε πελάγη εμβροντησίας.«Το ποιό;» κατάφερε να αρθρώσει.«Το μυρμήγκι» είπε το παιδί για δεύτερη φορά και σαν να μην έφτανε αυτό συνέχισε «Το μυρμήγκι, που κατοικεί πίσω απ'το πλακάκι». Η γυναίκα είχε πάρει μια κακομοιριασμένη τρομοκρατημένη όψη,ώστε έμοιαζε με χήρα που έκανε συμφωνία με το διάβολο κι αντί να της αναστήσει το σύζυγό της, επανέφερε στη ζωή το χρυσόψαρό της. Το παιδί φαινόταν επίσης σε κακά χάλια, είχε ελαφρώς αποχρωματιστεί και τα δάχτυλα του ήταν μπλάβα και τρεμούλιαζαν έντονα.«Γρήγορα» πήρε φόρα η γυναίκα,«τον πατέρα σου, το 166, στο νοσοκομείο, γρήγορα».Το παιδί στήλωσε δυνητικά τα μάτια του πίσω απ΄το κεφάλι της και έπειτα χάθηκε απ'το οπτικό της πεδίο.Ο κρότος του σβέρκου του στο κοίλο της μπανιέρας επανέφερε πλήρως την ετοιμότητά της.

Ήταν μερικούς μήνες αφότου το παιδί πέθανε όταν η γυναίκα σχεδόν με τη βία πλεύρισε την πόρτα του μπάνιου και έριξε μια λοξή ματιά. Ο άντρας της,είχε πάρει τον ομματιών του εδώ και ένα 15ήμερο και το μόνο που ήξερε με βεβαιότητα ήταν πως αυτός σίγουρα δεν είχε ξεγραψει τους κανόνες υγιεινής ,αφού,και δεν είχε παραστεί στο συμβάν και απ'την κοινή τους ζωή ήταν σίγουρη πως αδυνατούσε να εξατομικεύσει οποιαδήποτε εμπειρία είχε παραλήπτη το τομάρι κάποιου τρίτου, ακόμα, και του ίδιου του παιδιού. Όχι, πως δεν λυπήθηκε, είχε σαραβαλιαστεί πριν σαρανταρίσει, πάκο τα τσιγάρα και το αλκοόλ, αλλά δεν είχε αυτό που η γυναίκα του έλεγε στα λιγοστά πια τηλεφωνήματα εγκάρδιων φωνών,πως νιώθει σαν να αναβιώνει τη σκηνή με το ίδιο της το σώμα.Με ρίγος λοιπόν γύρισε το πόμολο στο μέχρι πρότεινος πιο αδιάφορο μέρος του σπιτιού της και ατένισε, σαν να ρίχνει το βλέμμα στον ορίζοντα πάνω από ένα γκρεμό, την μπανιέρα στο βάθος του δωματίου. Πάνε μήνες που χρησιμοποιούσε το μικρό βοηθητικό wc αλλά ελλείψει δεύτερης μπανιέρας και αρνούμενη όλες τις συγγενικές παραχωρήσεις,είχε μείνει άπλυτη απ΄τη μέρα του θανάτου. Το σώμα της μύριζε ελεϊνά και ο κόσμος παραπάταγε στο διάβα της.Οι συναλλάγες κρατούσαν όσο το δυνατόν λιγότερο πάνω στη πρεμούρα της να αγοράσει χωρίς οσφρητικές  προσβολές στους γύρω της, τα ελάχιστα που ήθελε για να βγάλει τη μέρα της. Χάπια,ψωμί, κονσέρβες καμιά φυλλάδα και τσιγάρα, πολλά τσιγάρα.Το μόνο στο οποιό δεν έκανε καμιά παραχώρηση ήταν τα σημεία συνδιαλλαγής.Γέννημα θρέμμα παθητική και συνεποχούμενη,πλήρωνε τώρα τα δεινά της αδιαφορίας της για ένα δίπλωμα οδήγησης. Τραβούσε με τα πόδια, κάθε μέρα, όλο και πιο μακρυά σε ξένες άγνωστες γειτονιές, παραχωμένες στις συνοικίες αποτραβηγμένες από λεωφορειόδρομους και κεντρικούς ,όπου έβρισκε απομονωμένα παντοπωλεία και ψιλικατζίδικα.Επέλεγε κάποια συγκεκριμένα, πάντα με το κριτήρια της περασμένης ηλικίας των ιδιοκτητών,σκάναρε απ'τη βιτρίνα ήδη τα σημεία που υπολόγιζε πως τα ποθητά προιόντα ήταν στοιβαγμένα,περίμενε να φύγει και ο τελευταίος πελάτης, ενώ παράλληλα ήλεγχε τους γύρω δρόμους για ύποπτους διαβάτες κι έπειτα ορμούσε μέσα.Εκτελούσε απτόητη τη χορογραφία της, αψηφώντας πρόθυμες προσφορές για βοήθεια και με δέκα το πολύ αιλουροειδείς κινήσεις είχε μαζέψει τη λεία της και κατευθυνόταν καταλαγιασμένη στο ταμείο.Εκεί, από απόσταση μισού μέτρου απ'όπου είχε τσεκάρει πως η μπόχα της άφηνε αδιάφορα ακόμη και εφηβικά ρουθούνια, ζήταγε τη μαρκά της σε πολλαπλές δόσεις, πέταγε ένα χαρτονόμισμα,αρπάζε τη σακούλα και καθώς ήδη κάλπαζε προς στην έξοδο φώναζε στον ιδιοκτήτη να κρατήσει τα ρέστα.

Εκείνη τη μέρα,λοιπόν, μπήκε στο μπάνιο με κλιμακούμενη ταραχή.Έσκασε ένα ηχηρό σκαμπίλι στο λαμπτήρα που έκανε σαδιστικά να ανάψει κάποια επώδυνα δευτερόλεπτα πετώντας προειδοποιητικές λάμψεις στο χώρο.Μέσα σε εκείνες τις αναλαμπές που στους κινηματογράφους οι λάτρεις των ταινιών τρόμου αρέσκονται να προσμένουν φασματικούς μακαρίτες και κακοπαθημένα θύματα φονικών να κάνουν την εμφάνιση τους ,σαν κακοπρογραμματισμένο priming, εκείνη είδε κάτι που την ώθησε να κινηθεί ακαριαία προς τη χαίνουσα μπανιέρα.Ναι, η όρασή της δεν της έπαιζε περίεργα παιχνίδια, ένα κατάμαυρο σημάδι έτρεχε ολοτρόγυρα σαν μηχανόβιος στο γύρο του θανάτου, μέσα στη μπανιέρα. Η γυναίκα μολυσμένη απ'το μένος άρπαξε το χεσμένο καθαριστικό βουρτσάκι της τουαλέτας και άρχισε να πατικώνει όλο τον πάνλευκο ανάστροφο θόλο, όπου το μάτι της έπιανε κάποια παράταιρη απόχρωση. Λες και ήθελε να διατρήσει το σμάλτο,το κακοπαθημένο φαιό  σκουπάκι ανεβοκατέβαινε ίδιο πιστόνι στον πυθμένα αλλά έτσι άτσαλα και ενστικτώδικα που το πυροδοτούσε η αφέντρα του μέσα στο αμόκ της, το κινούμενο στίγμα είχε καταφέρει να γλιτώσει το θάνατο αρκετά εύκολα ίσαμε με πάνω από καμιά εκατοστή κατολισθήσεις του δυσώσους φονικού όπλου και τώρα κατευθυνόταν νικηφόρο ,θα έλεγε κανείς, με θριαμβευτική σιγουριά προς το φιλόξενο σιφόνι. Η γυναίκα πάσχιζε να σκεφτεί κάτι απελπισμένα. Ο δολοφόνος του παιδιού ήταν έτοιμος να διαφύγει.Μαρμάρωσε προς στιγμήν στη θέση της με τα μηλίγκια να έχουν πάρει φωτιά λες και τρόμπαραν όλο της το αίμα στον εγκέφαλο. Έπειτα με ορμή επιστράτευσε τρία αξιολάτρευτα, θηλυκά, καλλίγραμμα δάχτυλα και χωρίς να λαθέψει, βούλωσε με μια κίνηση τις ισάριθμες τρύπες του σιφονιού. Ο φονιάς άλλαξε αμέσως πορεία και άρχισε να σκαρφαλώνει παραπλεύρως της μπανιέρας με ασύλληπτη ταχύτητα.Η γυναίκα μούγκρισε χαιρέκακα που επιτέλους είχε προκαλέσει μια συγκινησιακή αντίδραση στο κτήνος και με νιόκοπη δυναμικότητα κατάφερε απανωτά χαστούκια στο σημείο που διένυε αλαλιασμένο το έντομο.Τυφλή απ'την υστερία δεν σταμάτησε παραμόνο όταν ένα μελανό υφάδι άρχισε να απλώνεται κάθετα στον πλακόστρωτο τοίχο. Προς στιγμήν, έδειξε να παραληρεί από δικαίωση μουγκρίζοντας κατί που απ'τον τρόπο που άνοιξαν τα χείλη της και τα σαγόνια της παρέπεμπε σε γέλιο που όμως εξανεμίστηκε αίφνης όταν με τρόμο διαπίστωσε τη σταλάζουζα πληγή κάτω απ΄τη βέρα της, που τόση ώρα βάθαινε αβοήθητη. Με νέα απελπισία εξέτασε την παλάμη της ικετεύοντας έστω για ένα ελάχιστο λάφυρο ακρωτηριασμού, μια κεραία, ίσως και όλο το κεφάλι αν ήταν τυχερή. Μάταιο.Το αίμα της έβαφε άτσαλα τις μοιρολατρικές διακεκομμένες της παλάμης της σαν ατάλαντο παιδί που γέμιζε μπλοκ ιχνογραφίας και πουθενά και ποτέ, όπως ευλογοφανώς καταμαρτυρούσε η γραμμή της μοίρας, αυτή η γυναίκα δεν θα διέπραττε φόνο σε αυτήν τη ζωή.Τυραννισμένη απ΄την υπερπροσπάθεια αλλά με άκαμπτο ηθικό όρμηξε έξω απ΄το μπάνιο με ζηλευτή ταχύτητα και ξέχωσε μέσα απ΄την εφεδρική αποθήκη το μεταλλικό κουτί που ο εξαφανισθείς συμβίος της,έκρυβε τα αποτροπιαστικά όργανα για τα μαστροχαλάσματά του. Παραπατώντας απ΄το βάρος,γύρισε στον τόπο του φονικού κραδαίνοντας μια πελώρια βαριά μέσα στα καταματωμένα της χέρια. Η βέρα της, την πέθαινε εδώ και ώρα κι έτσι παραπατώντας τη βαριοπούλα στον μπιντέ, έβγαλε το, έτσι κι αλλιώς, μαγαρισμένο δαχτυλίδι και το ξαπόστειλε με δύναμη στην προεξοχή που η οικογένεια πάντα έβαζε τα καλλυντικά και τα εξαρτήματα του μπάνιου. Το κόσμημα διέγραψε μια ηρωική ημικυκλική πορεία, χτύπησε στο λείο τοίχο και προσγειώθηκε μέσα σε ένα ξέσκεπο μπουκάλι σαμπουάν, το οποίο κατά διαβολική σύμπτωση άνηκε στην ίδια μάρκα με το εργαλείο του φόνου. Η γυναίκα χωρίς να παρατηρήσει το γεγονός άρπαξε τη βαριά και με σημάδι το αιματοβαμμένο πλακάκι άρχισε να φέρνει το εργαλείο όλο και πιο πίσω απ΄τους ώμους της ώσπου με μια απότομη κατωφερική χτυπιά αξιοζήλευτης σκοπευτικής δεινότητας διάνοιξε μια τρύπα στον τοίχο ίδια με μία μπάλα του μπάσκετ.Το αποτέλεσμα την ικανοποίησε βαθιά, παράτησε τη βαριοπούλα και πλησίασε τη μαυρισμένη απ΄την υπερένταση μούρη της στο κυκλικό άνοιγμα με τα ζέστα χαλάσματα απ΄το πρόσφατο χτύπημα.Σε απόσταση επικίνδυνη για τους βολβούς σάρωσε κόλπους και κοιλίες, όρη και πεδιάδες των σπασμένων τούβλων χωρίς αποτέλεσμα.Κόκκινος ερημικός πηλός και σκοτεινές σήραγγες γέμισαν το νου της. Θόλωσε. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η εκτέλεση του υπαίτιου.Άρπαξε τη βαριά και βγήκε στο μπαλκόνι.Παραμέρισε μια θεόχοντρη γιούκα και έμεινε να κοιτά μετωπικά το άνοιγμα.Με δυο χτυπήματα κτηνώδους βίας και απίστευτης δύναμης διεύρυνε την τρύπα τόσο όσο να παρεί τις διαστάσεις ενός κουβά.Όρμηξε και με τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού πασπάτεψε τα ξεγυμνωμένα τούβλα, έπειτα στην άλλη μεριά, πάνω,κάτω, ένιωθε τα νύχια της, να ξύνονται και να σπάζουν στις άκριες όσο οι απόπειρες της να αγγίξει κάτι ανεπαίσθητα κινούμενο, αποτύγχαναν η μια μετά την άλλη.Πλέον ούρλιαζε ακατάπαυστα,είχε βάλει και τα δυο χέρια και χτύπαγε την εσωτερική πλευρά με τα πλακάκια εκατέρωθεν με λύσσα.Στο τέλος χωρίς να το συνειδητοποιήσει διείσδυσε με  το  κεφάλι μέσα απ΄τον κακοφτιαγμένο κύκλο, τα μάγουλα της έτρεξαν αίμα και οι ώμοι της με τα απλωμένα χέρια σφίχτηκαν οδυνηρά, μάνιαζε και κουνούσε πέρα δώθε τους αγκώνες σαν ξεχαρβαλώμενες αντέννες.Αν κάποιος έμπαινε τώρα στο σπίτι και άνοιγε απότομα την πόρτα του μπάνιου, μάλλον θα του δινόταν η εντύπωση πως απ΄τον τοίχο εισέβαλλε κάτι που έμοιαζε συγκλονιστικά με ένα πελώριο μυρμήγκι.

7 σχόλια:

  1. Πωωω..δεν έπρεπε να το διαβάσω νυχτιάτικα. Λες και έκατσε μπουλντόζα στο στήθος μου νιώθω.
    Ουφφφ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Και ζήσαμε εμείς καλά κι ο δολοφόνος καλύτερα;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @nefelokokkugia μυθιστορία pulp είναι μην σκας.Εγώ στην αρχή είχα στεναχωρεθεί αλλά από κει που μπαίνει το μυρμήγκι δεν μπορούσα να το γράψω απ'τα γέλια. Γιατί δείχνει έναν άνθρωπο που δραστικά εκδηλώνει πλέον πόνο και οργή ενοχοποιώντας-δραματοποιώντας έστω ένα οποιοδήποτε έντομο άρα η ανάκαμψη είναι κοντά.Το αποτέλεσμα μάλλον κωμικοτραγικό το τέλος πικρό και απέλπιδο ίσως και λίγο Φροϋδικό.Τα στάδια της απώλειας άλλωστε δεν είναι εύκολα :)

    @Nikos_Spa Αν ήταν ένας ο δολοφόνος και μάλιστα μυρμήγκι, ο κόσμος θα τη γλίτωνε με μια απεντόμωση :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ρε εσύ, εγώ από ένα σημείο και πέρα δε διάβαζα με καθαρό μυαλό. Ως μάνα, ουσιαστικά σταμάτησα να κατανοώ αυτά που διάβαζα από το σημείο που πεθαίνει ο γιός. Φρίκαρα.
    Άσε, θα το ξαναδω άλλη φορά που θα είμαι πιο χαλαρή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Δεν έχω παιδιά τι να πω!Μάλλον και ως ιδέα θα είναι φρίκη, πάντως χαίρομαι που σου δημιούργησε ισχυρές εντυπώσεις :P (η παράνοια του blogger)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. αθωες μαναδες-μυρμιγκια που εισβαλουν περιτεχνα, εκτος απτα πλακακια, στα μυαλα των παιδιων τους. (χε. ενα προχειρο αυθαιρετο συμπερασμα..) επισης να πω ανετοτατα θα γινοταν κομικ αυτο!(βλ. καφκα κ τα ρεστα) :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή