Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Επιβαίνοντας στον Τρίτο Κόσμο

   Εχθές στο τρόλευ μπήκαν ένα αγόρι πρεζάκι και μία γυναίκα πρεζάκι στη στάση κοντά στην Ομόνοια. Η γυναίκα πρεζάκι είχε κι άλλα χαρακτηριστικά που ήταν εξίσου χτυπητά για να μπορέσεις να την χαρακτηρίσεις μονοθεματικά. Είχε γένεια ,όχι γενειάδα αλλά πάνω από 50 ξανθές τρίχες στο πηγούνι, τα μαλλιά της είχανε ξέφωτα από καθαρό κίτρινο δέρμα και  επίσης βρωμούσε σαν πάκος με άπλυτα σεντόνια από ξενοδοχείο ημιδιαμονής.
   'Αρα στο τρόλευ μπήκανε ένα αγόρι πρεζάκι και μια καραφλή , μουσάτη , βρωμούσα, γυναίκα -πρεζάκι. Η γυναίκα πρεζάκι έκανε την καλή και ότι ήταν προστάτιδα του αγοριού πρεζάκι αλλά όλοι καταλάβαμε ότι ήταν τα ίδια σκατά απλά δεν είχε πάρει τη δόση της ή  είχε πια ξενερώσει.Το αγόρι πρεζάκι για να μας εντυπωσιάσει μπήκε μέσα με φούρλες και κρατιόταν από τον στύλο των εισιτηριών σαν pole dancer στην μπαλαρίνα του Λουνα Παρκ. Εμείς κάναμε ότι κοιτάγαμε το δρόμο ενώ λέγαμε από μέσα μας προσευχές ο καθένας στη θρησκεία του να για να μην κάτσει δίπλα μας. Επειδή εγώ είμαι αγνωστικιστής κι όχι άθεος τελικά έκατσε στο ακριβώς μπροστινό μου κάθισμα,γεγονός  το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο από  θεικός εμπαιγμός  για να πιστέψω προσωποκεντρικά πλέον  και να παρατήσω τις μεσοβέζικες μαλακίες. Έμεινα να παρατηρώ τα μακριά μαλλιά πιασμένα σε κοτσίδα και το μαύρο φούτερ του με τους άσπρους αγνώστου προελεύσεως λεκέδες που πήγαιναν πέρα δώθε σαν ήπειροι την ώρα Βιβλικού  κατακλυσμού. Η θεραπαινίδα τον βαστούσε με τον ώμο και μόλις τραβιότανε αυτό έπεφτε στο κενό χωρίς αισθήσεις. Εντός ολίγου εκείνη  βαρέθηκε και πήγε και κάθισε παραδίπλα αφήνοντας το σε μια στάση που μάλλον δεν ταιριάζει σε άνθρωπο. Είχε πέσει μπροστά με όλο το βάρος και έτσι όπως ήταν αδύνατο όλος του ο κορμός είχε ευθυγραμμιστεί με τα μπούτια του, το κεφάλι δε είχε χαθεί στο έρεβος του μεσοκαθίσματος αφήνωντας έκθετο ένα κουβάρι από όζουσες άπλυτες τζίβες.'Εμοιαζε με παρατημένο ρούχο σε πάρτυ.
    Στην επόμενη στάση  μπήκε ένας μαύρος με την παρέα του και τις πραγμάτειες τους και κάνανε μεγάλη χαρά όταν είδαν σε πια θέση τους έμενε  να καθίσουν  , τελικά ένας από δαύτους που είμαι σίγουρος απ'το ηλίθιο χαμόγελο που είχε στη μούρη πως τον είχανε τσίμπησει ίσαμε 10 κόμπρες στη γενέθλια γη και ότι σίγουρα γαμούσε τις ντόπιες πουτάνες χωρίς καπότα από καθαρή δεισιδαιμονία, έτριψε με τη χερούκλα του μια ίντσα  κάθισμα και εναπόθεσε τον αλαβάστρινο γλουτό του τον ψημένο και σκληραγωγημένο απ'τα κυνήγια με τη Δημοτική Αστυνομία και τις φέρμες των άλλων μαφιόζων. Όλοι γελάγαμε και ευθυμούσαμε και εγώ μάλιστα πήγα να τραβήξω με την κάμερα του κινητού  αλλά αντί για την κάμερα έβαλα την φωτογραφική και απ΄το κλικ γύρισε απότομα ο μαύρος που ευτυχώς δεν σταμάτησε ούτε να γελάει χαζά με εκείνη  την πάνλευκη οδοντοστοιχία ούτε και να αποτραβιέται σιχαμένος όταν η μοίρα έδινε στο πρεζάκι κάποια επικίνδυνη κλίση.
    Μετά  μπήκαν κάτι γερόντια ανάμεικτών φύλων -αλλά όλοι Έλληνες -και είπανε του μαύρου να πάρει τα ρούχα του από 'κει για να κάτσουν. Εμείς συναγωνιστήκαμε ποιός θα πει πρώτος την αλήθεια και επειδή μιλήσαμε όλοι μαζί ακούστηκε κάτι σαν από τοίχο με  τηλεοράσεις στα μαγαζιά ηλεκτρικών που είναι ανοιχτές σε διαφορετικά κανάλια.Μια ανυπότακτη φοιτήτρια  όμως αυτομόλησε και υπερθεμάτισε και έτσι και τα γερόντια έμαθαν κι αυτά την απόλυτη αλήθεια. Οι πιο πολλοί  κουνήσανε το κεφάλι σαν τα διακοσμητικά σκυλιά  στα αυτοκίνητα αλλά πάντα υπάρχει και κάποιος που έχει μεγαλύτερη φαντασιά και αποδίδει συμπεριφόρες εξωγενώς όπως λένε και οι Ψυχολόγοι. Αυτός ο ανθρώπινος τύπος έτυχε να ενσαρκωθεί στο συμβάν από έναν απειράχρονο με κίτρινο πρόσωπο και μαύρο παλτό. Έτσι λοιπόν η επαγωγική του αλληλουχία συμπερασμάτων διέσχισε τα εξής στάδια. Στην αρχή  είπε " Πάρε το παλτό σου να κάτσω!" μετά " Σηκώστε την κοπέλα έκει κάποιος" μετά "Γιατί δεν κάνει κάτι ο οδηγός;" και τέλος  "'Έχουμε γεμίσει μετανάστες". Τότε ήταν που συντελέστηκε το μεγαλειώδες  κοινωνικό θαύμα. Το πρεζάκι ξεδίπλωσε αργά αργά  το κεφάλι και  με  μεσόφωνη μειλιχιότητα ιερομόναχου μίλησε στο κύριο που τον διαπόμπευε. "Δεν είμαι μετανάστης! Είμαι Κρητικός απ'τα Σφακιά" και όπως τα είπε αυτά σηκώθηκε όπως όπως για να κατέβει. Ο γέρος του είπε ειρωνικά "Μπράβο παλικάρι μου!" και όταν  η πόρτα έκλεισε πίσω του όλοι ξεφυσήσαμε με ανακούφιση και μάλλον ανταλλάξαμε ίσαμε 30 είδη γρίππης. Αυτή ήταν η μικρή ιστορία και όπως λέει και ένα σοφό ρητό: "Είμαι τυφλός, και σαν όλους τυφλούς ...σιχαίνομαι τους κουφούς!"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου